-
1 μαστεύω
μαστεύω (ΜΑΩ), = ματεύω, suchen, forschen, Hes. frg. 31; zu erlangen streben, wünschen, μάστευσε δοῦναι, Pind. P. 4, 35, τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων, P. 3, 59; Aesch. προφήτας, Ag, 1070; μαστεύων σε κιχάνω μόλις, Eur. Hel. 603; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1353; Coluth. 45; – einzeln auch in Prosa, τὴν τροφήν, Xen. Oec. 5, 13, χώραν, An. 5, 6, 25 Ages. 1, 24; auch c. inf., ὁπόσοι μὲν μαστεύουσι ζῆν, An. 3, 1, 43 Cyr. 2, 2, 20. – Sp. auch im med.
См. также в других словарях:
μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… … Dictionary of Greek
προτυγχάνω — Α [τυγχάνω] 1. συμβαίνω, γίνομαι εκ τών προτέρων («δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῡναι», Πίνδ.) 2. επιτυγχάνω πρώτος ή πρωτύτερα («ἐς τὰς φυλὰς ὅμοια τοῑς προτυχοῡσιν, ἕκαστοι κατελέγοντο», Αππ.) … Dictionary of Greek